- αναθρεπτός
- και -φτός, -ή, -ό [ανατρέφω]1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από μικρή ηλικία από ξένη οικογένεια σαν δικό της παιδία) το αρσ. ως ουσ. ο αναθρεφτόςο μη πραγματικός γιος, ψυχογιός, ψυχοπαίδι' β) το θηλ. ως ουσ. η αναθρεφτήη μη πραγματική κόρη, ψυχοκόρη2. (για ζώα) αυτός που τρέφεται στο σπίτι, οικιακός, οικόσιτος.
Dictionary of Greek. 2013.